Dictionary of Greek. 2013.
δαπάνημα — το (AM δαπάνημα, Μ και δαπάνεμα) [δαπανώ] τα είδη ή τα χρήματα που έχουν ξοδευτεί μσν. συμφορά, θεομηνία αρχ. πληθ. εφόδια … Dictionary of Greek